Antilope στα ελληνικά

Μετάφραση: antilope, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του
Antilope στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anticiperen στα ελληνικά - προλαμβάνω, προκαταλαμβάνω, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλέψουν, την πρόβλεψη, προβλέψει
  • antiek στα ελληνικά - αντίκα, αντίκες, αντικέ, παλαιά, παλαιών
  • antipathie στα ελληνικά - αποστροφή, αντιπάθεια, αντιπάθειας, αντιπάθειά, η αντιπάθεια, την αντιπάθεια
  • antropoloog στα ελληνικά - ανθρωπολόγος, ανθρωπολόγο, ανθρωπολόγου, ο ανθρωπολόγος, η ανθρωπολόγος
Τυχαίες λέξεις
Antilope στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιλόπη, αντιλόπης, αντιλόπες, αντιλοπών, αντιλόπης του