Arriveren στα ελληνικά
Μετάφραση: arriveren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτάνω, φθάνω, φτάσετε, φθάνουν, φτάνουν, φθάσει, φτάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrestatie στα ελληνικά - φόβος, φύλαξη, λουρί, πιάνω, σύλληψη, κρατώ, κολάρο, ...
- arresteren στα ελληνικά - συλλαμβάνω, σύλληψη, συλλάβει, συλλάβουν, σύλληψης, τη σύλληψη
- arrogant στα ελληνικά - αλαζονικός, υπερόπτης, υπεροπτικός, αλαζόνας, αλαζονική, αλαζονικό, αλαζόνες
- arrogantie στα ελληνικά - υπεροψία, αλαζονεία, έπαρση, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
Τυχαίες λέξεις
Arriveren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτάνω, φθάνω, φτάσετε, φθάνουν, φτάνουν, φθάσει, φτάσει
Μεταφράσεις: φτάνω, φθάνω, φτάσετε, φθάνουν, φτάνουν, φθάσει, φτάσει