Asiel στα ελληνικά
Μετάφραση: asiel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφύγιο, άσυλο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Μεταφράσεις
- asfalt στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- asgrauw στα ελληνικά - ωχρός, σταχτής, τεφροειδής, αγγεία, αγγείο, τεφροδόχο
- asperge στα ελληνικά - σπαράγγι, σπαράγγια, σπαραγγιών, τα σπαράγγια, σπαραγγιού
- aspirant στα ελληνικά - υποψήφιος, προοπτική, φιλόδοξων, υποψήφια, τα υποψήφια, αναζητητή
Τυχαίες λέξεις
Asiel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφύγιο, άσυλο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου
Μεταφράσεις: καταφύγιο, άσυλο, ασυλία, ασύλου, το άσυλο, του ασύλου, χορήγησης ασύλου