Assistentie στα ελληνικά
Μετάφραση: assistentie, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοήθεια, βοήθημα, βοηθώ, βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assimileren στα ελληνικά - εξομοιώνω, αφομοιώνουν, αφομοιώσει, αφομοιώσουν, αφομοιώνει, αφομοιωθούν
- assistent στα ελληνικά - υποστηρικτής, αρωγή, βοηθώ, βοηθός, οπαδός, βοήθημα, βοήθεια, ...
- assistentschap στα ελληνικά - μαθητεία, άσκησης, βοηθού, assistantship, περίοδο άσκησης, άσκησής
- assisteren στα ελληνικά - βοήθεια, επικουρία, βοηθώ, αρωγή, βοηθός, βοήθημα, βοηθήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Assistentie στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοήθεια, βοήθημα, βοηθώ, βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση
Μεταφράσεις: βοήθεια, βοήθημα, βοηθώ, βοηθός, αρωγή, επικουρία, βοήθειας, συνδρομή, συνδρομής, ενίσχυση