Bakken στα ελληνικά
Μετάφραση: bakken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω, να ψήνουν, για να ψήνουν, να ψήσει, να ψήσετε, να ψήσουν
Μεταφράσεις
- baken στα ελληνικά - σημαδούρα, φάρος, φάρο, φάρου, beacon, αναγνωριστικό σήμα
- bakermat στα ελληνικά - λίκνο, σπίτι, Αρχική σελίδα, το σπίτι, στο σπίτι, σπιτιού
- bakker στα ελληνικά - φούρναρης, αρτοποιός, Baker, αρτοποιού, Μπέικερ
- bakkerij στα ελληνικά - αρτοποιείο, φούρνος, αρτοποιίας, φούρνο, Bakery
Τυχαίες λέξεις
Bakken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω, να ψήνουν, για να ψήνουν, να ψήσει, να ψήσετε, να ψήσουν
Μεταφράσεις: μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω, να ψήνουν, για να ψήνουν, να ψήσει, να ψήσετε, να ψήσουν