Τηγανίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: τηγανίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bakken, fruiten, braden, fry, bak, gebraden gerecht
Τηγανίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τηγανίζω

τηγανίζω ονειροκρίτης, τηγανίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τηγανίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τζούντο στα ολλανδικά - judo, het judo
  • τζόκεϊ στα ολλανδικά - jockeys, jockey, jockeys van, van Jockeys
  • τηγανίτα στα ολλανδικά - vla, pannenkoek, pannekoek, pancake, pannenkoekenhuis, pannenkoeken
  • τηλέγραφος στα ολλανδικά - telegraferen, overseinen, telegraaf, Telegraph, de Telegraaf, telegraaf-, telegraaf van
Τυχαίες λέξεις
Τηγανίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bakken, fruiten, braden, fry, bak, gebraden gerecht