Καβουρντίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: καβουρντίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bakken, branden, fruiten, braden, roosteren, geroosterd, gebraden, geroosterde, gebrande, gebrand
Καβουρντίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καβουρντίζω

καβουρντίζω αμύγδαλα, καβουρντίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καβουρντίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καβουράκι στα ολλανδικά - krab, Kavourakia
  • καβουρδίζω στα ολλανδικά - roosteren, braden, branden, gebraden, gebraad, geroosterde
  • καβούκι στα ολλανδικά - kinkhoorn, rugschild, schaal, schelp, schild, beschieten, huisje, ...
  • καγκελάριος στα ολλανδικά - kanselier, Chancellor, bondskanselier, kanselier van
Τυχαίες λέξεις
Καβουρντίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bakken, branden, fruiten, braden, roosteren, geroosterd, gebraden, geroosterde, gebrande, gebrand