Banaal στα ελληνικά

Μετάφραση: banaal, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακρατώ, κοινός, απόθεμα, κοινότυπος, τετριμμένος, κοινότυπο, μπανάλ, κοινότοπο, κοινότοπη
Banaal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bamboe στα ελληνικά - μπαμπού, από μπαμπού, το μπαμπού, bamboo
  • ban στα ελληνικά - μαχαλάς, περιοχή, έδαφος, κυριαρχία, αρμοδιότητα, περιφέρεια, επαρχία, ...
  • banaan στα ελληνικά - μπανάνα, μπανάνας, της μπανάνας, μπανανών, μπανάνες
  • band στα ελληνικά - κύκλος, παρυφές, σύνορο, περιφέρεια, άκρη, μεταίχμιο, περιστόμιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Banaal στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακρατώ, κοινός, απόθεμα, κοινότυπος, τετριμμένος, κοινότυπο, μπανάλ, κοινότοπο, κοινότοπη