Basis στα ελληνικά
Μετάφραση: basis, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάθρο, γη, ευτελής, βάση, προσαράσσω, έδαφος, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- base στα ελληνικά - βάση, έδαφος, βάθρο, προσαράσσω, γη, ευτελής, βάσης, ...
- baseren στα ελληνικά - βάθρο, ευτελής, καθελκύω, επιβάλλω, διαπιστώνω, ιδρύω, εξαπολύω, ...
- basketball στα ελληνικά - μπάσκετ, το μπάσκετ, καλαθοσφαίρισης, καλαθοσφαίριση, του μπάσκετ
- bassen στα ελληνικά - φλοιός, μπάσα, Basses, πέρκες, τα μπάσα, Βάσσες
Τυχαίες λέξεις
Basis στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάθρο, γη, ευτελής, βάση, προσαράσσω, έδαφος, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων
Μεταφράσεις: βάθρο, γη, ευτελής, βάση, προσαράσσω, έδαφος, βάσης, βάσεως, βασικό, βάσεων