Belichten στα ελληνικά

Μετάφραση: belichten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκθεμα, εκθέτω, ξεσκεπάζω, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό
Belichten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beleven στα ελληνικά - επιζώ, βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
  • belevenis στα ελληνικά - εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
  • belichting στα ελληνικά - ιδέα, άποψη, αντίληψη, πεποίθηση, πίστη, γνώμη, αίσθημα, ...
  • beloeren στα ελληνικά - κατάσκοπος, κατασκοπεύω, κατασκόπων, κατασκοπευτικό, κατάσκοπο, κατασκοπείας
Τυχαίες λέξεις
Belichten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκθεμα, εκθέτω, ξεσκεπάζω, φωτίζει, φωτίσει, φωτίζουν, ανάψει, το φωτισμό