Beproeving στα ελληνικά
Μετάφραση: beproeving, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, δίκη, βάσανο, δοκιμάζω, ελέγχω, δοκιμασία, τρέχω, δοκιμασίας, τη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bepoederen στα ελληνικά - πασπαλίζω, πούδρα, σκόνη, σκόνης, σε σκόνη, κόνεως
- beproeven στα ελληνικά - προσπάθεια, δοκίμια, εξετάζω, θρηνώ, πενθώ, δοκιμάζω, θλίβομαι, ...
- beramen στα ελληνικά - σχέδιο, σχεδιάζω, εφευρίσκω, οικόπεδο, οικοπέδου, πλοκή, διάγραμμα, ...
- berechten στα ελληνικά - κριτής, δικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Τυχαίες λέξεις
Beproeving στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, δίκη, βάσανο, δοκιμάζω, ελέγχω, δοκιμασία, τρέχω, δοκιμασίας, τη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία
Μεταφράσεις: εκδικάζω, απόπειρα, προσπάθεια, προσπαθώ, δίκη, βάσανο, δοκιμάζω, ελέγχω, δοκιμασία, τρέχω, δοκιμασίας, τη δοκιμασία, μαρτύριο, ταλαιπωρία