Λέξη: απόγνωση

Σχετικές λέξεις: απόγνωση

απόγνωση ετυμολογια, απόγνωση βικιλεξικο, απόγνωση γνωμικά, απόγνωση english, απόγνωση αγγλικά, απόγνωση συνώνυμα, απόγνωση κατάθλιψη, απόγνωση σημασια, απόγνωση λεξικό, απόγνωση συνώνυμο

Συνώνυμα: απόγνωση

απελπισία, ερήμωση, μοναξιά

Μεταφράσεις: απόγνωση

απόγνωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
despair, desperation, desolation, distress, desperate

απόγνωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desesperación, despecho, la desesperación, desesperanza, la desesperanza, desesperado

απόγνωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verzweiflung, verzweifelung, trostlosigkeit, Verzweiflung, Hoffnungslosigkeit, verzweifelt, verzweifeln, der Verzweiflung

απόγνωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
désespoir, désespérer, le désespoir, de désespoir, désespéré

απόγνωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disperazione, disperare, la disperazione, disperato, disperate

απόγνωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desolar, desesperar, desespero, desolado, o desespero, desespere, desesperado

απόγνωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
radeloosheid, wanhopen, vertwijfelen, wanhoop, vertwijfeling, wanhopig, de wanhoop

απόγνωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отчаиваться, безысходность, отчаяние, отчаяния, отчаивайтесь

απόγνωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortvilelse, fortvile, fortvilet, desperasjon, fortvilelsen

απόγνωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtvivla, förtvivlan, misströsta, förtvivlad, förtvivlade, hopplöshet

απόγνωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epätoivo, epätoivon, epätoivoa, epätoivoon, masennu

απόγνωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
desperation, fortvivle, fortvivlelse, fortvivlet

απόγνωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
beznadějnost, zoufalství, zoufat, beznaděj, zoufalstvím

απόγνωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
desperacja, rozpaczać, desperować, rozpacz, rozpaczy, rozpaczaj, rozpaczą

απόγνωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétségbeesés, a kétségbeesés, kétségbeesést, kétségbeesetten, kétségbeesett

απόγνωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ümitsizlik, umutsuzluk, çaresizlik, umutsuzluğa, umutsuzluğu

απόγνωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відчай, розпач, відчаю

απόγνωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëshpërim, humbni shpresën, e humbni shpresën, dëshpërimi, dëshpëroni

απόγνωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отчаяние, отчаянието, отчайвайте, се отчайвайте

απόγνωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адчай, роспач, роспачы

απόγνωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeleheide, lootusetus, meeleheidet, meeleheite, heitke meelt, meeleheitest

απόγνωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očajavati, očajanje, očaj, očaja, očajavajte

απόγνωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugarvíl, vonleysi, örvænting, örvænta, örvæntingu, örvæntingar, örvæntingin

απόγνωση στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
despero

απόγνωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neviltis, desperacija, nevilties, neviltį, nusivylimas, į neviltį

απόγνωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezcerība, izmisums, izmisumā, izmisumu, izmisuma

απόγνωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
очај, очајот, очајание

απόγνωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
disperare, deznădejde, disperarea, disperării, dispera

απόγνωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obupa, obup, brezup, obupujte, obupajte

απόγνωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zúfalstva, zúfalstvo, zúfalstve, zúfalstvu, beznádeje

Στατιστικά δημοτικότητας: απόγνωση

Τυχαίες λέξεις