Beroering στα ελληνικά
Μετάφραση: beroering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακατεύω, αναστάτωση, ενόχληση, κινούμαι, πτερυγίζω, αναδεύω, διέγερση, φασαρία, κινώ, αναταραχή, αναταραχής, κρίση, αναταραχές, κρίσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beroep στα ελληνικά - επιχείρηση, δουλειά, σκάφος, εμπόριο, κατάληψη, επιτήδευμα, τραβώ, ...
- beroerd στα ελληνικά - απαίσιος, βρόμικος, ανέντιμος, ακάθαρτος, βρώμικος, χάλια, άθλιο, ...
- beroerte στα ελληνικά - κτύπημα, αποπληξία, χτύπημα, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
- berouw στα ελληνικά - φθορά, τριβή, μετάνοια, μετάνοιας, μετανοίας, τη μετάνοια, η μετάνοια
Τυχαίες λέξεις
Beroering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακατεύω, αναστάτωση, ενόχληση, κινούμαι, πτερυγίζω, αναδεύω, διέγερση, φασαρία, κινώ, αναταραχή, αναταραχής, κρίση, αναταραχές, κρίσης
Μεταφράσεις: ανακατεύω, αναστάτωση, ενόχληση, κινούμαι, πτερυγίζω, αναδεύω, διέγερση, φασαρία, κινώ, αναταραχή, αναταραχής, κρίση, αναταραχές, κρίσης