Beslissen στα ελληνικά
Μετάφραση: beslissen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, να, για να, σε, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beslag στα ελληνικά - ζύμη, κόλλα, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, διαρρύθμιση, τα εξαρτήματα, Επιπλώσεις
- beslaglegging στα ελληνικά - επίταξη, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
- beslissend στα ελληνικά - αποφασιστικός, ζωτικός, καθοριστικός, κρίσιμος, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
- beslissing στα ελληνικά - λήξη, αποφασιστικότητα, συμπέρασμα, απόφαση, τέλος, απόφασης, αποφάσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Beslissen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, να, για να, σε, για, με
Μεταφράσεις: αποφασίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, να, για να, σε, για, με