Besluit στα ελληνικά
Μετάφραση: besluit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελειώνω, κήρυξη, αποφασιστικότητα, κατάληξη, συμπέρασμα, αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, απόφαση, λήξη, τέλος, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beslist στα ελληνικά - αποφασισμένος, νεκρός, απολύτως, τέλεια, πεθαμένος, τελείως, αποφάσισε, ...
- besloten στα ελληνικά - φαντάρος, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
- besluiteloos στα ελληνικά - διστακτικός, αναποφάσιστος, αναποφάσιστοι, αναποφάσιστο, αναποφάσιστη, αναποφάσιστους
- besluiten στα ελληνικά - αποφασίζω, κοντά, κολλητός, διπλώνω, τερματισμός, τέλος, αποπνιχτικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Besluit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελειώνω, κήρυξη, αποφασιστικότητα, κατάληξη, συμπέρασμα, αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, απόφαση, λήξη, τέλος, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή
Μεταφράσεις: τελειώνω, κήρυξη, αποφασιστικότητα, κατάληξη, συμπέρασμα, αποφασίζω, διευθετώ, λύνω, απόφαση, λήξη, τέλος, απόφασης, αποφάσεως, απόφαση της, απόφασή