Besmet στα ελληνικά
Μετάφραση: besmet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρώμικος, λερωμένος, μολυνθεί, μολυσμένο, μολυσμένα, μολυσμένων, μολυσμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besluiten στα ελληνικά - αποφασίζω, κοντά, κολλητός, διπλώνω, τερματισμός, τέλος, αποπνιχτικός, ...
- besmeren στα ελληνικά - απλώνω, απονέμω, χρίω, διανέμω, φουντώνω, μοιράζω, επέκταση, ...
- besmettelijk στα ελληνικά - κολλητικός, μεταδοτικός, μεταδοτική, μεταδοτικών, μεταδοτικής, μεταδοτικές
- besmetten στα ελληνικά - μολύνω, επικοινωνώ, μιαίνω, μαγαρίζω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Besmet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρώμικος, λερωμένος, μολυνθεί, μολυσμένο, μολυσμένα, μολυσμένων, μολυσμένες
Μεταφράσεις: βρώμικος, λερωμένος, μολυνθεί, μολυσμένο, μολυσμένα, μολυσμένων, μολυσμένες