Besnoeiing στα ελληνικά
Μετάφραση: besnoeiing, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, διάλλειμα, ανακοπή, ανάπαυλα, ανάρτηση, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besneeuwd στα ελληνικά - χιονώδης, χιονισμένο, χιονισμένα, χιονισμένες, χιονισμένη
- besnijden στα ελληνικά - περιτέμνω, περιτέμωσι, περιτέμνει, περιτέμνετε, περιτομή
- besparen στα ελληνικά - αποταμιεύω, διατηρώ, ανακουφίζω, εκτός, κατευνάζω, ξαλαφρώνω, διασώζω, ...
- besparing στα ελληνικά - αποταμίευση, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Τυχαίες λέξεις
Besnoeiing στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, διάλλειμα, ανακοπή, ανάπαυλα, ανάρτηση, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
Μεταφράσεις: μείωση, διάλλειμα, ανακοπή, ανάπαυλα, ανάρτηση, αναστολή, ελάττωση, εναιώρημα, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής