Besteden στα ελληνικά
Μετάφραση: besteden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνομαι, σταγόνα, ρανίδα, ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Μεταφράσεις
- bestand στα ελληνικά - υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, αρχείο, αρχείου, αρχείων, φάκελο, ...
- bestanddeel στα ελληνικά - παράγοντας, εξάρτημα, συντελεστής, στοιχείο, συστατικός, συστατικό, συστατικού, ...
- besteding στα ελληνικά - δαπάνη, δαπάνες, δαπανών, των δαπανών, οι δαπάνες
- bestek στα ελληνικά - εκτείνω, εκτείνομαι, επεκτείνω, διάσταση, χώρος, μέγεθος, αναλογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Besteden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνομαι, σταγόνα, ρανίδα, ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Μεταφράσεις: μειώνομαι, σταγόνα, ρανίδα, ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν