Bestemming στα ελληνικά
Μετάφραση: bestemming, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, καταμερισμός, κλήρος, μοίρα, ειμαρμένη, πεπρωμένο, προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestelwagen στα ελληνικά - φορτηγάκι, φορτηγό, βαν, van, ναη
- bestemmen στα ελληνικά - χειροτονώ, προορίζω, επιφυλάξουν, στο αυτί, ενωτίου, σημάδι στο αυτί, δεσμεύσουν
- bestendig στα ελληνικά - διαρκείας, αδιάκοπος, αδιάπτωτος, μόνιμος, σταθερός, συνεχής, σταθερή, ...
- bestendiging στα ελληνικά - συνέχεια, συνέχιση, συνέχισης, διατήρηση, τη συνέχιση
Τυχαίες λέξεις
Bestemming στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, καταμερισμός, κλήρος, μοίρα, ειμαρμένη, πεπρωμένο, προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό
Μεταφράσεις: κατανομή, καταμερισμός, κλήρος, μοίρα, ειμαρμένη, πεπρωμένο, προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό