Καταμερισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταμερισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestemming, verdeling, verdeelsleutel, toerekening, omslag, de verdeling
Καταμερισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταμερισμός

καταμερισμός εργασίας wikipedia, καταμερισμός εργασίας μαρξ, καταμερισμός συνώνυμο, καταμερισμός εργασίας, καταμερισμόσ των έργων, καταμερισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταμερισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταλύω στα ολλανδικά - katalyseren, te katalyseren, katalysator, katalyseren van, het katalyseren
  • καταμέτρηση στα ολλανδικά - mate, maat, grootte, dimensie, afmeting, tellen, optellen, ...
  • καταμετρώ στα ολλανδικά - toemeten
  • κατανάλωση στα ολλανδικά - consumptie, verbruik, tering, vertering, het verbruik, de consumptie, gebruik
Τυχαίες λέξεις
Καταμερισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bestemming, verdeling, verdeelsleutel, toerekening, omslag, de verdeling