Πεπρωμένο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lotsbestemming, voorland, fortuin, levenslot, lot, bestemming, noodlot, het lot
Πεπρωμένο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο

πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεπρωμένο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεπερασμένος στα ολλανδικά - eindige, eindig, finite, beperkte
  • πεποίθηση στα ολλανδικά - leerstelling, afdruk, overtuiging, impressie, leerstuk, indruk, effect, ...
  • πεπτικός στα ολλανδικά - spijsverterings, spijsvertering, de spijsvertering, digestief, digestieve
  • περήφανος στα ολλανδικά - trots, hoog, fier, verheven, prat, trotse, trots op, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lotsbestemming, voorland, fortuin, levenslot, lot, bestemming, noodlot, het lot