Bewaring στα ελληνικά
Μετάφραση: bewaring, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κηδεμονία, φύλαξη, κράτηση, διατήρηση, επιμέλεια, επιμέλειας, την επιμέλεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewapenen στα ελληνικά - όπλο, μπράτσο, χέρι, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
- bewaren στα ελληνικά - παρακρατώ, εφεδρικός, συντηρώ, εφεδρεία, διατείνομαι, διασώζω, φύλακας, ...
- beweegbaar στα ελληνικά - κινητός, κινητών, κινητό, κινητά, κινητή
- beweeglijk στα ελληνικά - κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών
Τυχαίες λέξεις
Bewaring στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κηδεμονία, φύλαξη, κράτηση, διατήρηση, επιμέλεια, επιμέλειας, την επιμέλεια
Μεταφράσεις: κηδεμονία, φύλαξη, κράτηση, διατήρηση, επιμέλεια, επιμέλειας, την επιμέλεια