Beweegreden στα ελληνικά
Μετάφραση: beweegreden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτία, έδαφος, παρακίνηση, αιτιολογία, λόγος, χρειάζομαι, κίνητρο, γη, ανάγκη, προσαράσσω, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, κίνητρό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beweegbaar στα ελληνικά - κινητός, κινητών, κινητό, κινητά, κινητή
- beweeglijk στα ελληνικά - κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών
- bewegen στα ελληνικά - επηρεάζω, κίνηση, αγγίζω, μετακομίζω, ορμή, σύγκρουση, κινώ, ...
- beweging στα ελληνικά - σαλεύω, πτερυγίζω, γνέφω, ανακατεύω, ντόρος, πρόταση, μετακομίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Beweegreden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτία, έδαφος, παρακίνηση, αιτιολογία, λόγος, χρειάζομαι, κίνητρο, γη, ανάγκη, προσαράσσω, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, κίνητρό
Μεταφράσεις: αιτία, έδαφος, παρακίνηση, αιτιολογία, λόγος, χρειάζομαι, κίνητρο, γη, ανάγκη, προσαράσσω, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, κίνητρό