Bewegingloos στα ελληνικά

Μετάφραση: bewegingloos, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακίνητος, αδρανής, ακίνητο, ακίνητη, ακίνητοι, ακίνητα
Bewegingloos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewegen στα ελληνικά - επηρεάζω, κίνηση, αγγίζω, μετακομίζω, ορμή, σύγκρουση, κινώ, ...
  • beweging στα ελληνικά - σαλεύω, πτερυγίζω, γνέφω, ανακατεύω, ντόρος, πρόταση, μετακομίζω, ...
  • beweren στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, υποστηρίζω, διεκδικώ, αξίωση, ισχυρισμός, απαίτηση, ...
  • bewering στα ελληνικά - ισχυρισμός, ισχυρισμό, τον ισχυρισμό, ισχυρισμού, ο ισχυρισμός
Τυχαίες λέξεις
Bewegingloos στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακίνητος, αδρανής, ακίνητο, ακίνητη, ακίνητοι, ακίνητα