Bewindsman στα ελληνικά

Μετάφραση: bewindsman, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
Bewindsman στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewimpelen στα ελληνικά - μάσκα, προσωπείο, εξηγώ, συγκαλύπτω
  • bewind στα ελληνικά - βασιλεύω, ιθύνω, εξουσιάζω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεία, έλεγχος, ...
  • bewogenheid στα ελληνικά - συναίσθημα, συμπόνια, συμπόνιας, τη συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπάθεια
  • bewolkt στα ελληνικά - αυστηρός, σκοτεινός, μελαγχολικός, μπλε, σκούρος, μουχρός, σκληρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Bewindsman στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο