Bewindsman στα ελληνικά
Μετάφραση: bewindsman, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
![Bewindsman στα ελληνικά Bewindsman στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-nl-gr-1559.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewimpelen στα ελληνικά - μάσκα, προσωπείο, εξηγώ, συγκαλύπτω
- bewind στα ελληνικά - βασιλεύω, ιθύνω, εξουσιάζω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεία, έλεγχος, ...
- bewogenheid στα ελληνικά - συναίσθημα, συμπόνια, συμπόνιας, τη συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπάθεια
- bewolkt στα ελληνικά - αυστηρός, σκοτεινός, μελαγχολικός, μπλε, σκούρος, μουχρός, σκληρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Bewindsman στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο
Μεταφράσεις: υπουργός, ιερέας, υπουργό, Υπουργού, ο υπουργός, Υπουργείο