Ιερέας στα ολλανδικά

Μετάφραση: ιερέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
minister, bewindsman, dominee, kapelaan, aalmoezenier, chaplain, kapelaan van, de Kapelaan van
Ιερέας στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιερέας

ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιερέας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιδρυτής στα ολλανδικά - oprichter, stichter, grondlegger, de oprichter, oprichter van
  • ιδρύω στα ολλανδικά - vestigen, funderen, baseren, oprichten, grondvesten, vaststellen, gronden, ...
  • ιεραπόστολος στα ολλανδικά - missionaris, zendeling, zendingswerk, missionaire, zending
  • ιερατείο στα ολλανδικά - priesterschap, het priesterschap, priesterdom, priesters, priester-
Τυχαίες λέξεις
Ιερέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: minister, bewindsman, dominee, kapelaan, aalmoezenier, chaplain, kapelaan van, de Kapelaan van