Bezetting στα ελληνικά

Μετάφραση: bezetting, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλειές, επάγγελμα, επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
Bezetting στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezetene στα ελληνικά - μανιακός, ανισόρροπος, φρενοφλαβής, παραφρονάς, φρενοβλαβές, φρενοβλαβών
  • bezetten στα ελληνικά - καταλαμβάνω, παίρνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
  • bezielen στα ελληνικά - ζωντανεύω, έμψυχος, εμπνέω, εμψυχώνω, εμψυχώσει, κίνηση, έμψυχα, ...
  • bezigheid στα ελληνικά - κατοχή, κατάληψη, επάγγελμα, δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, ...
Τυχαίες λέξεις
Bezetting στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλειές, επάγγελμα, επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, κατοχή, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία