Δουλειά στα ολλανδικά
Μετάφραση: δουλειά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slavernij, lijfeigenschap, Bondage, gebondenheid, dienstbaarheid
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δουλειά
δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλειά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δουλειά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δοσολογία στα ολλανδικά - dosering, dosis, doseringsvorm, de dosering, doseringsvormen
- δουκάτο στα ολλανδικά - hertogdom, Groothertogdom, dom, togdom
- δουλειά στα ολλανδικά - werkplek, kwestie, maken, vraagpunt, ding, nering, vraagstuk, ...
- δουλειές στα ολλανδικά - ambacht, bezetting, nering, zaak, handwerk, opgave, karwei, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλειά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: slavernij, lijfeigenschap, Bondage, gebondenheid, dienstbaarheid
Μεταφράσεις: slavernij, lijfeigenschap, Bondage, gebondenheid, dienstbaarheid