Bezit στα ελληνικά
Μετάφραση: bezit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, σπίτι, κατοχή, ιδιοκτησία, ακίνητο, περιουσία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezinksel στα ελληνικά - ιλύς, επαναθέτω, ίζημα, κατακάθι, προσχώνω, ιζήματα, ιζημάτων, ...
- bezinning στα ελληνικά - επίγνωση, αντίληψη, αισθήσεις, αντανάκλαση, προβληματισμού, προβληματισμό, αντανάκλαση του, ...
- bezitten στα ελληνικά - της], κατέχω, έχω, κατέχουν, Διαθέτουμε, ιδιοκτήτης, δική, ...
- bezitting στα ελληνικά - σπίτι, κατοχή, ιδιοκτησία, ράντσο, περιουσία, κτήμα, ακίνητο, ...
Τυχαίες λέξεις
Bezit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, κατοχή, ιδιοκτησία, ακίνητο, περιουσία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή
Μεταφράσεις: κτήμα, σπίτι, κατοχή, ιδιοκτησία, ακίνητο, περιουσία, κατοχής, της κατοχής, διαθέτει, την κατοχή