Bezorging στα ελληνικά

Μετάφραση: bezorging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άφιξη, παράδοση, χορήγηση, παρέχω, προμήθεια, παραλαβή, παροχή, διανομή, παράδοσης, παροχής
Bezorging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezorgd στα ελληνικά - ανήσυχος, αγχώδης, ανησυχούν, ανησυχεί, ανησυχείτε, ανησυχώ
  • bezorgen στα ελληνικά - φέρνω, διαβιβάζω, δίνω, παραδίνω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, παίρνω, ...
  • bezuinigen στα ελληνικά - διατηρώ, ανακουφίζω, αποκρούω, συντηρώ, αποταμιεύω, εκτός, ξαλαφρώνω, ...
  • bezwaar στα ελληνικά - ενοχλώ, διαμαρτύρομαι, ταλαιπωρία, δυσκολία, μπελάς, δυσχέρεια, αντίρρηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Bezorging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άφιξη, παράδοση, χορήγηση, παρέχω, προμήθεια, παραλαβή, παροχή, διανομή, παράδοσης, παροχής