Bijdrage στα ελληνικά
Μετάφραση: bijdrage, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, συμβολή, μερίδιο, συνεισφορά, χωρίζω, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bijdehand στα ελληνικά - έξυπνος, επιδέξιος, ευκίνητος, σβέλτος, ζωηρός, Spry, εργασίας Spry
- bijdetijds στα ελληνικά - σύγχρονος, μοντέρνος, bijde
- bijdragen στα ελληνικά - συνεισφέρω, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
- bijeen στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
Τυχαίες λέξεις
Bijdrage στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, συμβολή, μερίδιο, συνεισφορά, χωρίζω, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής
Μεταφράσεις: κλήρος, μοιράζω, μοιράζομαι, συμβολή, μερίδιο, συνεισφορά, χωρίζω, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής