Bon στα ελληνικά

Μετάφραση: bon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισιτήριο, κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων
Bon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bom στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
  • bombarderen στα ελληνικά - κατακλύζω, βόμβα, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, βόμβας, βομβών, βομβιστική, ...
  • bonbon στα ελληνικά - ζαχαρωτό, Bonbon
  • bond στα ελληνικά - ένωση, συνασπισμός, σωματειακός, συνέδριο, σχέση, ομοσπονδία, πρωτάθλημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Bon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισιτήριο, κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων