Bouwval στα ελληνικά
Μετάφραση: bouwval, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, καταστρέψει
Μεταφράσεις
- bouwmeester στα ελληνικά - σχεδιαστής, αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα
- bouwondernemer στα ελληνικά - οικοδόμος, εργολάβος, κτίστης, χτίστης, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, ...
- bouwvallig στα ελληνικά - ασθενικός, αδύναμος, ανίσχυρος, ξεχαρβαλωμένος, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, ...
- boven στα ελληνικά - άνω, πάνω από, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
Τυχαίες λέξεις
Bouwval στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, καταστρέψει
Μεταφράσεις: χαλώ, ρήμαγμα, χαντακώνω, ερείπιο, καταστροφή, ερείπια, την καταστροφή, καταστρέψει