Breien στα ελληνικά

Μετάφραση: breien, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαρώνω, θρέφω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε
Breien στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • breeuwen στα ελληνικά - καλαφατίζω, βουλώνω, καλαφατίστε, καλαφατίζει, συνθέσεων καλαφατίσματος
  • breidel στα ελληνικά - χαλινώνω, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, περιορισμοί, περιορισμούς, περιορισμών, υποστηρίγματα, ...
  • brein στα ελληνικά - εγκέφαλος, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου, εγκεφάλων
  • breisteek στα ελληνικά - βρόχος, ζεύξη, δίχτυ, πλέγμα, θηλιά, βρόγχος, δεμένη, ...
Τυχαίες λέξεις
Breien στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαρώνω, θρέφω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε