Πλέκω στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλέκω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breien, vlechten, haken, haak, gehaakte, Crochet, gehaakt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλέκω
πλέκω με βελόνες, πλέκω κασκόλ, πλέκω σκούφο με βελόνες, πλέκω λουλούδια, πλέκω με βελονάκι, πλέκω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλέκω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλάτος στα ολλανδικά - amplitude, breedte, wijdte, breed, breedte van, de breedte
- πλέγμα στα ολλανδικά - maas, strik, hek, rooster, afrastering, netwerk, breisteek, ...
- πλένω στα ολλανδικά - uitwassen, wassen, witten, was, wassing, wash, afwassen
- πλέον στα ολλανδικά - schier, hoogst, langer, bijna, zowat, meer, meest, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλέκω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: breien, vlechten, haken, haak, gehaakte, Crochet, gehaakt
Μεταφράσεις: breien, vlechten, haken, haak, gehaakte, Crochet, gehaakt