Brein στα ελληνικά

Μετάφραση: brein, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκέφαλος, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου, εγκεφάλων
Brein στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • breidel στα ελληνικά - χαλινώνω, χαλιναγωγώ, χαλινάρι, περιορισμοί, περιορισμούς, περιορισμών, υποστηρίγματα, ...
  • breien στα ελληνικά - ζαρώνω, θρέφω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε
  • breisteek στα ελληνικά - βρόχος, ζεύξη, δίχτυ, πλέγμα, θηλιά, βρόγχος, δεμένη, ...
  • breken στα ελληνικά - παραβιάζω, παραβαίνω, αθετώ, να σπάσει, για να σπάσει, να σπάσουν
Τυχαίες λέξεις
Brein στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκέφαλος, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου, εγκεφάλων