Catalogiseren στα ελληνικά

Μετάφραση: catalogiseren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλογος, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Catalogiseren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cassette στα ελληνικά - κασέτα, κιβούρι, φέρετρο, κασέτας, κασσέτα, φυσίγγης, της κασέτας
  • castreren στα ελληνικά - μουνουχίζω, εκτέμνω, ευνουχιστικά, ευνουχισμού, ευνουχισμένα
  • catarre στα ελληνικά - καταρροή, καταρροής, την καταρροή, συνάχι, κατάρρου
  • catastrofaal στα ελληνικά - καταστροφικός, καταστροφικές, καταστροφική, καταστροφικό, καταστροφικά
Τυχαίες λέξεις
Catalogiseren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλογος, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ