Compenseren στα ελληνικά
Μετάφραση: compenseren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- compagnie στα ελληνικά - παρέα, εταιρία, θίασος, ομήγυρη, εταιρεία, Εταιρείας, Εταιρία, ...
- compartiment στα ελληνικά - μέρος, διαμέρισμα, διαμερίσματος, θαλάμου, θάλαμο, θήκη
- competent στα ελληνικά - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
- compilatie στα ελληνικά - συλλογή, σύνταξη, κατάρτιση, κατάρτισης, συγκέντρωση
Τυχαίες λέξεις
Compenseren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Μεταφράσεις: αντισταθμίζω, αναπληρώνω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν