Conflict στα ελληνικά
Μετάφραση: conflict, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγωνίζομαι, μάχη, αγώνας, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Μεταφράσεις
- confidentie στα ελληνικά - μυστικός, μυστικό, απόρρητος, εκμυστηρεύσεις, confidences
- confisqueren στα ελληνικά - δημεύω, κατάσχω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
- congestie στα ελληνικά - συμφόρηση, συμφόρησης, της συμφόρησης, κυκλοφοριακής συμφόρησης, κυκλοφοριακή συμφόρηση
- congres στα ελληνικά - συνέλευση, σύμβαση, συνέδριο, συνθήκη, Κογκρέσο, συνεδριακό, συνεδρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Conflict στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγωνίζομαι, μάχη, αγώνας, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις
Μεταφράσεις: αγωνίζομαι, μάχη, αγώνας, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, των συγκρούσεων, συγκρούσεις