Αγωνίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγωνίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
conflict, worstelen, strijden, strijd, spartelen, kampen, botsing, treffen, veldslag, vechten, slag, gevecht, worsteling, de strijd
Αγωνίζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγωνίζομαι

αγωνίζομαι για την οδική ασφάλεια, αγωνίζομαι συνώνυμο, αγωνίζομαι αρχικοί χρόνοι, αγωνίζομαι συνώνυμα, κλιση αγωνίζομαι, αγωνίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγωνίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγωγός στα ολλανδικά - kanaal, buis, leiding, duct, koker
  • αγωνία στα ολλανδικά - ellende, nood, zielsangst, doodsangst, agonie, beklemming, doodsstrijd, ...
  • αγωνιστής στα ολλανδικά - vechter, gevechtsvliegtuig, fighter, vechter van, strijder
  • αγωνιώ στα ολλανδικά - angst, zielsangst, beklemming, smart, benauwdheid, zijn, worden, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγωνίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: conflict, worstelen, strijden, strijd, spartelen, kampen, botsing, treffen, veldslag, vechten, slag, gevecht, worsteling, de strijd