Dag στα ελληνικά
Μετάφραση: dag, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέρα, αντίο, bye, γεια, κανονιστικές αποφάσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dadel στα ελληνικά - χουρμάς, ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
- dadelijk στα ελληνικά - αμέσως, τώρα, άμεσα, άμεση, πάραυτα
- dagblad στα ελληνικά - χαρτί, χαρτένιος, καθημερινός, εφημερίδα, εφημερίδας, εφημερίδων, εφημερίδες, ...
- dagboek στα ελληνικά - ημερολόγιο, ημερολογίου, ημερολόγιό, το ημερολόγιο, Diary
Τυχαίες λέξεις
Dag στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέρα, αντίο, bye, γεια, κανονιστικές αποφάσεις
Μεταφράσεις: μέρα, αντίο, bye, γεια, κανονιστικές αποφάσεις