Μέρα στα ολλανδικά
Μετάφραση: μέρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dag, dagen, de dag, daagse, dag van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέρα
ημέρα μουσείων, ημέρα της μητέρας, μέρα μεσημέρι, μέρα μέρωσε, μέρα μαγιού μου μίσεψες μέρα μαγιού σε χάνω, μέρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέρα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μέντα στα ολλανδικά - kruizemunt, munt, overvloed, pepermunt, mint, nieuwstaat, ongebruikt, ...
- μένω στα ολλανδικά - logeren, resideren, resteren, standhouden, wonen, oponthoud, levend, ...
- μέριμνα στα ολλανδικά - voorziening, voorraad, aanvoer, provisie, bevoorrading, proviandering, betreffen, ...
- μέρισμα στα ολλανδικά - dividend, dividenden, dividendbeleid, het dividend
Τυχαίες λέξεις
Μέρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dag, dagen, de dag, daagse, dag van
Μεταφράσεις: dag, dagen, de dag, daagse, dag van