Deficit στα ελληνικά

Μετάφραση: deficit, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάσιμο, απώλεια, χαμός, έλλειψη, ήττα, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Deficit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • defect στα ελληνικά - ελλειπτικός, ζημιά, λάθος, ελαττωματικός, αποστατώ, βλάπτω, βλάβη, ...
  • defensie στα ελληνικά - συνηγορία, άμυνα, υπεράσπιση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης
  • definitie στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
  • definitief στα ελληνικά - τελευταίος, οριστικά, σαφής, φτουρώ, έσχατος, οριστικός, τελικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Deficit στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάσιμο, απώλεια, χαμός, έλλειψη, ήττα, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του