Χάσιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: χάσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schade, vermissing, deficit, verlies, tekort, nadeel, verliesrekening, het verlies, verliezen
Χάσιμο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χάσιμο

χάσιμο κιλών, χάσιμο λίπους, χάσιμο βάρους, χάσιμο βάρους στην κοιλιά, χάσιμο πόντων, χάσιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χάσιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χάρισμα στα ολλανδικά - gift, aanleg, toebrengen, aangeven, gave, cadeau, schenking, ...
  • χάρτης στα ολλανδικά - tabel, kaart, landkaart, map, de kaart, plan
  • χάσμα στα ολλανδικά - schorsing, onderbreking, interruptie, gaping, golfspel, opening, kolk, ...
  • χέρι στα ολλανδικά - arm, depot, schrift, overhandigen, wapenen, passerbeen, been, ...
Τυχαίες λέξεις
Χάσιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schade, vermissing, deficit, verlies, tekort, nadeel, verliesrekening, het verlies, verliezen