Degelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: degelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίμιος, έντιμος, σοβαρός, συμπαγής, στερεός, στέρεο, στερεό, στερεά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- definiëren στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
- deftig στα ελληνικά - αξιοπρεπής, επιβλητικός, ευγενικός, εκλεπτυσμένη, ξεπεσμένου, ευγενής, ευγενή
- degelijkheid στα ελληνικά - φρονιμάδα, προτέρημα, αρετή, προσόν, δυνάμει, λόγω, βάσει, ...
- degen στα ελληνικά - μάρκα, σπαθί, ατσαλένιος, ξίφος, σφραγίδα, χάλυβας, ατσάλι, ...
Τυχαίες λέξεις
Degelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίμιος, έντιμος, σοβαρός, συμπαγής, στερεός, στέρεο, στερεό, στερεά
Μεταφράσεις: τίμιος, έντιμος, σοβαρός, συμπαγής, στερεός, στέρεο, στερεό, στερεά