Delen στα ελληνικά

Μετάφραση: delen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διχάζω, χωριστός, μερίδιο, ιδιαίτερος, διαιρώ, ξεχωριστός, χωρίζω, να, για να, σε, για, με
Delen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • delegatie στα ελληνικά - αντιπροσωπεία, εξουσιοδότηση, παραγγέλλω, αποστολή, παραγγελία, αντιπροσωπείας, αντιπροσωπία, ...
  • delegeren στα ελληνικά - αντιπρόσωπος, απεσταλμένος, εκπρόσωπος, εκπρόσωπο, αντιπρόσωπο
  • delfstof στα ελληνικά - μετάλλευμα, ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
  • delicaat στα ελληνικά - ψιλή, πρόστιμο, φίνος, μαλθακός, λεπτός, εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Delen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διχάζω, χωριστός, μερίδιο, ιδιαίτερος, διαιρώ, ξεχωριστός, χωρίζω, να, για να, σε, για, με