Dichter στα ελληνικά
Μετάφραση: dichter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dichtdoen στα ελληνικά - διπλώνω, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, πτυχή, κολλητός, στενή, ...
- dichten στα ελληνικά - τσόκαρο, βουλώνω, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
- dichterlijk στα ελληνικά - ποιητικός, ποιητική, ποιητικό, ποιητικής, ποιητικές
- dichtgespen στα ελληνικά - πόρπη, πόρπης, αγκράφα, πόρπη της, της πόρπης
Τυχαίες λέξεις
Dichter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής
Μεταφράσεις: ποιητής, ποιητή, ποιήτρια, ο ποιητής