Distributeur στα ελληνικά
Μετάφραση: distributeur, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανομέας, διανομέα, διανομής, του διανομέα, διανομείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- distilleren στα ελληνικά - απόσταξη, αποστάζουν, απόσταξης, αποστάζεται, αποστάζονται
- distinctie στα ελληνικά - διάκριση, διάκρισης, διαχωρισμός, διαφορά, διαχωρισμό
- distributie στα ελληνικά - διασπορά, διανομή, κατανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
- district στα ελληνικά - περιφέρεια, μαχαλάς, έδαφος, περιοχή, συνοικία, περιοχής, διαμέρισμα
Τυχαίες λέξεις
Distributeur στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανομέας, διανομέα, διανομής, του διανομέα, διανομείς
Μεταφράσεις: διανομέας, διανομέα, διανομής, του διανομέα, διανομείς