Dochter στα ελληνικά
Μετάφραση: dochter, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρη, κορίτσι, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dobberen στα ελληνικά - φελλός, επιπλέω, φλοτέρ, άρμα, πλωτήρα, επίπλευσης, float
- doch στα ελληνικά - όμως, αλλά, αλλά η, αλλά και
- dochteronderneming στα ελληνικά - υποβοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, θυγατρικής, επικουρικής, της θυγατρικής, θυγατρική εταιρεία
- doctor στα ελληνικά - ιατρός, γιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
Τυχαίες λέξεις
Dochter στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρη, κορίτσι, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης
Μεταφράσεις: κόρη, κορίτσι, την κόρη, κόρης, η κόρη, της κόρης