Dof στα ελληνικά

Μετάφραση: dof, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληκτικός, πυκνός, θολωμένος, μουγγός, μουχρός, βαρετός, βραδύς, θαμπός, δασύς, χαζός, μουντός, αμυδρός, θολός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Dof στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doemen στα ελληνικά - ειμαρμένη, καταδικάζω, καταδικάζουμε, καταδικάζουν, καταδικάσουν, καταδικάσουμε
  • doen στα ελληνικά - παραδίνω, κινώ, εκτελώ, αιτία, κίνηση, μετακομίζω, εξαναγκάζω, ...
  • dofheid στα ελληνικά - απάθεια, αδιαφορία, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
  • dogma στα ελληνικά - δόγμα, δόγματος, το δόγμα, δόγματα
Τυχαίες λέξεις
Dof στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληκτικός, πυκνός, θολωμένος, μουγγός, μουχρός, βαρετός, βραδύς, θαμπός, δασύς, χαζός, μουντός, αμυδρός, θολός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή